Потребность στα ελληνικά
Μετάφραση: потребность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέλω, ζητώ, χρειάζομαι, απαιτώ, ανάγκη, αναγκαιότητα, ζήτηση, απαίτηση, έλλειψη, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взъерошить στα ελληνικά - ανακατώνω, θέτω εις αταξία, τραβώ απροσεκτώς
- воинство στα ελληνικά - στρατός, φιλοξενώ, οικοδεσπότης, υποδοχής, ξενιστή, ξενιστής, ξενιστών
- жвачные στα ελληνικά - μηρυκαστικά, μηρυκαστικών, τα μηρυκαστικά, των μηρυκαστικών
- завизировать στα ελληνικά - βίζα, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, θεωρεί, υποστηρίξει
Τυχαίες λέξεις
Потребность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέλω, ζητώ, χρειάζομαι, απαιτώ, ανάγκη, αναγκαιότητα, ζήτηση, απαίτηση, έλλειψη, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε
Μεταφράσεις: θέλω, ζητώ, χρειάζομαι, απαιτώ, ανάγκη, αναγκαιότητα, ζήτηση, απαίτηση, έλλειψη, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε