Потягиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: потягиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνομαι, τεζάρω, εκτείνομαι, τεντώνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Μεταφράσεις
- африка στα ελληνικά - Αφρική, Αφρικής, africa, την Αφρική, ΑΦΡΙΚΗ
- болтающийся στα ελληνικά - λάσκος, λυτός, χαλαρός, πλαδαρός, μπόσικος, χύμα, χαλαρά, ...
- дерево στα ελληνικά - βάγια, δέντρο, νοσοκόμα, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
- добротный στα ελληνικά - φωνή, γερός, συμπαγής, δυνατός, στερεός, ήχος, ισχυρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Потягиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνομαι, τεζάρω, εκτείνομαι, τεντώνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Μεταφράσεις: τεντώνομαι, τεζάρω, εκτείνομαι, τεντώνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση