Предзнаменовывать στα ελληνικά

Μετάφραση: предзнаменовывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμήνυμα, predznamenovyvat
Предзнаменовывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аскетический στα ελληνικά - ασκητικός, αυστηρός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
  • вторить στα ελληνικά - αντήχηση, παίζω, αντηχώ, παριστάνω, τραγουδώ, αντιλαλώ, έργο, ...
  • гибридный στα ελληνικά - υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδικού
  • громкость στα ελληνικά - ποσότητα, φωνή, όγκος, ένταση, όγκο, όγκου
Τυχαίες λέξεις
Предзнаменовывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμήνυμα, predznamenovyvat