Предоставить στα ελληνικά
Μετάφραση: предоставить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκατάθεση, εφαρμόζω, συμφωνία, απονέμω, επιχορηγώ, διοικώ, προσφέρω, συσκέπτομαι, παραδίνω, υποτροφία, καθιστώ, χορηγώ, δίνω, κάνω, επίδομα, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веллингтон στα ελληνικά - Γουέλινγκτον, Wellington, Ουέλινγκτον, Ουέλλινγκτον, του Ουέλλινγκτον
- вкушать στα ελληνικά - γούστο, γεύση, γεύομαι, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
- втереть στα ελληνικά - τρίβω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
- до στα ελληνικά - μέχρι, πούπουλο, κάτω, μόδα, διαμορφώνω, ταμείο, σχηματίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Предоставить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, εφαρμόζω, συμφωνία, απονέμω, επιχορηγώ, διοικώ, προσφέρω, συσκέπτομαι, παραδίνω, υποτροφία, καθιστώ, χορηγώ, δίνω, κάνω, επίδομα, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, εφαρμόζω, συμφωνία, απονέμω, επιχορηγώ, διοικώ, προσφέρω, συσκέπτομαι, παραδίνω, υποτροφία, καθιστώ, χορηγώ, δίνω, κάνω, επίδομα, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή