Предоставлять στα ελληνικά
Μετάφραση: предоставлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσφέρω, συσκέπτομαι, παραδίνω, συμφωνία, επίδομα, παρατάω, καθιστώ, επιτρέπω, χορηγώ, εφαρμόζω, μαλακός, επιχορηγώ, διοικώ, επιπλώνω, παρέχω, υποτροφία, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безнаказанный στα ελληνικά - ατιμώρητοι, αλώβητος, αποφεύγουν τις ευθύνες, ατιμώρητους
- винтовой στα ελληνικά - ελικοειδής, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
- восьмигранник στα ελληνικά - οκτάεδρο, οκταεδρικό, οκταέδρου, οκτάεδρου, octahedron
- дистрибуция στα ελληνικά - κατανομή, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
Τυχαίες λέξεις
Предоставлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσφέρω, συσκέπτομαι, παραδίνω, συμφωνία, επίδομα, παρατάω, καθιστώ, επιτρέπω, χορηγώ, εφαρμόζω, μαλακός, επιχορηγώ, διοικώ, επιπλώνω, παρέχω, υποτροφία, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Μεταφράσεις: προσφέρω, συσκέπτομαι, παραδίνω, συμφωνία, επίδομα, παρατάω, καθιστώ, επιτρέπω, χορηγώ, εφαρμόζω, μαλακός, επιχορηγώ, διοικώ, επιπλώνω, παρέχω, υποτροφία, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή