Предписывать στα ελληνικά

Μετάφραση: предписывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστάζω, υπαγορεύω, θέσπισμα, χειροτονώ, παραγγέλλω, θεσπίζω, διατάζω, ορίζω, προσταγή, λέω, ξεχωρίζω, προβλέπω, διορίζω, παραγγελία, αφηγούμαι, διατάσσω, συνταγογραφήσει, συνταγογραφούν, προδιαγράψει, ορίζουν, προβλέπουν
Предписывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баккара στα ελληνικά - Μπακαρά, baccarat, μπακαράδων, μπακαράς, του μπακαρά
  • воспитать στα ελληνικά - θετός, εκπαιδεύω, σηκώνω, ανατρέφω, αναστηλώνω, τρένο, πισινός, ...
  • выбривать στα ελληνικά - ξυρίζομαι, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν
  • вышина στα ελληνικά - ύψος, λόφος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
Τυχαίες λέξεις
Предписывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστάζω, υπαγορεύω, θέσπισμα, χειροτονώ, παραγγέλλω, θεσπίζω, διατάζω, ορίζω, προσταγή, λέω, ξεχωρίζω, προβλέπω, διορίζω, παραγγελία, αφηγούμαι, διατάσσω, συνταγογραφήσει, συνταγογραφούν, προδιαγράψει, ορίζουν, προβλέπουν