Преклонный στα ελληνικά

Μετάφραση: преклонный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρος, παλαιός, γέρικος, προχωρημένος, πλάγιος, λοξός, φθίνουσα, μείωση, μειώνεται, παρακμή, πτωτική
Преклонный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • боёк στα ελληνικά - σφαίρα, απεργός, συμπαίκτη του, τον συμπαίκτη, συμπαίκτη, τον συμπαίκτη του
  • возделанный στα ελληνικά - καλλιεργούνται, καλλιεργείται, καλλιεργούμενες, καλλιεργηθεί, που καλλιεργούνται
  • выбирающий στα ελληνικά - επιλεκτικός, επιλογή, την επιλογή, επιλογής, επιλέγοντας, διαλογής
  • забрызгаться στα ελληνικά - Drabble
Τυχαίες λέξεις
Преклонный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρος, παλαιός, γέρικος, προχωρημένος, πλάγιος, λοξός, φθίνουσα, μείωση, μειώνεται, παρακμή, πτωτική