Преобразователь στα ελληνικά
Μετάφραση: преобразователь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετασχηματιστής, μετατροπέας, μετατροπέα, νομίσματος Μετατροπέας, του μετατροπέα, μετατροπής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ареал στα ελληνικά - φάσμα, διακυμαίνομαι, εμβέλεια, έκταση, περιοχή, περιοχής, χώρο, ...
- аскетический στα ελληνικά - ασκητικός, αυστηρός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
- блокированный στα ελληνικά - μπλοκαριστεί, αποκλεισμένη, αποκλειστεί, μπλοκάρει, αποκλεισμένος
- воркованье στα ελληνικά - cooing, γουργουρητά
Τυχαίες λέξεις
Преобразователь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετασχηματιστής, μετατροπέας, μετατροπέα, νομίσματος Μετατροπέας, του μετατροπέα, μετατροπής
Μεταφράσεις: μετασχηματιστής, μετατροπέας, μετατροπέα, νομίσματος Μετατροπέας, του μετατροπέα, μετατροπής