Прерогатива στα ελληνικά
Μετάφραση: прерогатива, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προνόμιο, αρμοδιότητα, το προνόμιο, προνομίου, προνομία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банан στα ελληνικά - μπανάνα, μπανάνας, της μπανάνας, μπανανών, μπανάνες
- возмужалость στα ελληνικά - ωριμότητα, ανδρισμός, ανδρική ηλικία, ανδρισμό, ανδρισμού, τον ανδρισμό
- ждать στα ελληνικά - εμμένω, προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, εμφάνιση, φαίνομαι, φρουρά, ρολόι, ...
- забытый στα ελληνικά - ξεχασμένος, ξεχάσει, ξεχαστεί, ξεχασμένη, που ξεχάσατε
Τυχαίες λέξεις
Прерогатива στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προνόμιο, αρμοδιότητα, το προνόμιο, προνομίου, προνομία
Μεταφράσεις: προνόμιο, αρμοδιότητα, το προνόμιο, προνομίου, προνομία