Претерпеть στα ελληνικά

Μετάφραση: претерпеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποφέρω, παθαίνω, πάσχω, να υποφέρουν, να υποφέρει, να υποστούν, να υποστεί, να υφίστανται
Претерпеть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • администрация στα ελληνικά - διοίκηση, κυβέρνηση, διοικητικός, χορήγηση, διαχείριση, χορήγησης, διοίκησης
  • вправление στα ελληνικά - αναγωγή, περιστολή, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
  • второе στα ελληνικά - δεύτερος, δεύτερον, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
  • выдвижной στα ελληνικά - προοδευτικός, αποχώρηση, αποχώρησης, πτυσσόμενο, pullout, αφαιρέσεως με έλξη
Τυχαίες λέξεις
Претерпеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποφέρω, παθαίνω, πάσχω, να υποφέρουν, να υποφέρει, να υποστούν, να υποστεί, να υφίστανται