Прибавка στα ελληνικά
Μετάφραση: прибавка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανατέλλω, ένταξη, συμπλήρωμα, ορθώνομαι, υψώνω, ανάπτυξη, αύξηση, προσχώρηση, απόκτημα, συμπληρώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, σηκώνω, προσαύξηση, πρόσφυση, όγκος, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балансир στα ελληνικά - ζυγαριά, ισοζύγιο, δοκός, ισορροπία, καδρόνι, αχτίδα, αναπηδώ, ...
- бобр στα ελληνικά - κάστορας, Beaver, κάστορα, καστόρι, ο κάστορας
- вымещать στα ελληνικά - εκδικούμαι, ξεφορτώνομαι, εργασία μακριά, εργαστούν από, ξεπληρώσουν, το ξεπληρώσει
- жнейка-сноповязалка στα ελληνικά - Θεριστικές
Τυχαίες λέξεις
Прибавка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανατέλλω, ένταξη, συμπλήρωμα, ορθώνομαι, υψώνω, ανάπτυξη, αύξηση, προσχώρηση, απόκτημα, συμπληρώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, σηκώνω, προσαύξηση, πρόσφυση, όγκος, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: ανατέλλω, ένταξη, συμπλήρωμα, ορθώνομαι, υψώνω, ανάπτυξη, αύξηση, προσχώρηση, απόκτημα, συμπληρώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, σηκώνω, προσαύξηση, πρόσφυση, όγκος, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει