Привесок στα ελληνικά

Μετάφραση: привесок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Привесок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ветреность στα ελληνικά - επιπολαιότητα, ελαφρότητα, την ελαφρότητα, ελαφρότητας, ανύψωσης του
  • врозь στα ελληνικά - χωριστά, χώρια, εκτός, πέρα, πέραν
  • доказать στα ελληνικά - δείχνω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, ...
  • достижимый στα ελληνικά - διαθέσιμος, ευπρόσιτος, προσηνής, ευπροσήγορος, εφικτός, εφικτή, επιτευχθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Привесок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση