Привесок στα ελληνικά
Μετάφραση: привесок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
![Привесок στα ελληνικά Привесок στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-29479.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ветреность στα ελληνικά - επιπολαιότητα, ελαφρότητα, την ελαφρότητα, ελαφρότητας, ανύψωσης του
- врозь στα ελληνικά - χωριστά, χώρια, εκτός, πέρα, πέραν
- доказать στα ελληνικά - δείχνω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, ...
- достижимый στα ελληνικά - διαθέσιμος, ευπρόσιτος, προσηνής, ευπροσήγορος, εφικτός, εφικτή, επιτευχθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Привесок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Μεταφράσεις: παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση