Привешивать στα ελληνικά
Μετάφραση: привешивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστέλλω, κρεμώ, επισυνάπτω, προσάρτηση, επισυνάπτει, προσαρτήσει, επισυνάψει, προσαρτήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безалкогольный στα ελληνικά - μη αλκοολούχα, μη αλκοολούχων, μη οινοπνευματώδη, μη οινοπνευματωδών, μη αλκοολούχο
- восьмистишие στα ελληνικά - οκτάβα, οκτάβας, της οκτάβας, οκτάβες
- грузия στα ελληνικά - Γεωργία, georgia, Γεωργίας, τη Γεωργία, της Γεωργίας
- дожариться στα ελληνικά - καβουρντίζω, μαρίδα, τηγανίζω, dozharitsya
Τυχαίες λέξεις
Привешивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστέλλω, κρεμώ, επισυνάπτω, προσάρτηση, επισυνάπτει, προσαρτήσει, επισυνάψει, προσαρτήσετε
Μεταφράσεις: αναστέλλω, κρεμώ, επισυνάπτω, προσάρτηση, επισυνάπτει, προσαρτήσει, επισυνάψει, προσαρτήσετε