Приводить στα ελληνικά

Μετάφραση: приводить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίνω, μεταβιβάζω, νωπός, διαβιβάζω, ηγούμαι, μειώνω, καθορισμένος, υγρός, μόλυβδος, φέρνω, τοποθετώ, λουρί, παίρνω, περιορίζω, ελαττώνω, μεταδίδω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Приводить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бенгальский στα ελληνικά - Μπενγκάλι, Βεγγαλικά, bengali, Βεγγαλική, Βεγγάλης
  • буф στα ελληνικά - τολύπη, φούσκα, φύσημα, λαχανιάζω, ρουφηξιά, τζούρα
  • вдохновить στα ελληνικά - εμπνέω, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
  • двусмыслица στα ελληνικά - ασάφεια, αμφισημία, ασάφειας, αμφιβολία, αμφισημίας
Τυχαίες λέξεις
Приводить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίνω, μεταβιβάζω, νωπός, διαβιβάζω, ηγούμαι, μειώνω, καθορισμένος, υγρός, μόλυβδος, φέρνω, τοποθετώ, λουρί, παίρνω, περιορίζω, ελαττώνω, μεταδίδω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί