Пригорок στα ελληνικά
Μετάφραση: пригорок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρτωμα, τούρλα, φουσκώνω, εξογκώνω, ύψωση, ανάδειξη, πρήζω, λοφίσκος, ανύψωση, καμπούρα, λόφος, ύψωμα, λοφίσκο, λοφίσκων, λοφίσκου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взбудораживать στα ελληνικά - παρενοχλώ, μπελάς, φασαρία, ταλαιπωρία, ενοχλώ, προκαλεί, προκαλώντας, ...
- вмазывать στα ελληνικά - τσιμέντο, μπετό, λάσπη, vmazyvat
- воображаемый στα ελληνικά - νεράιδα, απίθανος, φανταστικός, φανταστικό, φανταστικού, νοητή, φαντασιακό
- гальванопокрытие στα ελληνικά - ηλεκτρολυτικής, επιμετάλλωση, ηλεκτρολυτική, ηλεκτρόλυση, με ηλεκτρόλυση
Τυχαίες λέξεις
Пригорок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρτωμα, τούρλα, φουσκώνω, εξογκώνω, ύψωση, ανάδειξη, πρήζω, λοφίσκος, ανύψωση, καμπούρα, λόφος, ύψωμα, λοφίσκο, λοφίσκων, λοφίσκου
Μεταφράσεις: κύρτωμα, τούρλα, φουσκώνω, εξογκώνω, ύψωση, ανάδειξη, πρήζω, λοφίσκος, ανύψωση, καμπούρα, λόφος, ύψωμα, λοφίσκο, λοφίσκων, λοφίσκου