Придаток στα ελληνικά
Μετάφραση: придаток, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρωτής, συμπλήρωμα, παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Μεταφράσεις
- ара στα ελληνικά - μακώ, macaw, πτηνού ara
- бесцельность στα ελληνικά - άσκοπο, έλλειψη στόχου, στην έλλειψη στόχου
- владеть στα ελληνικά - αντεπεξέρχομαι, κανόνας, έχω, ιθύνω, κυβερνώ, της], διέπω, ...
- гиперборейский στα ελληνικά - υπερβόρειος, Υπερβορείου, υπερβόρειας, υπερβόρειων, Υπερβορείων
Τυχαίες λέξεις
Придаток στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρωτής, συμπλήρωμα, παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Μεταφράσεις: αναπληρωτής, συμπλήρωμα, παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση