Придыхательный στα ελληνικά
Μετάφραση: придыхательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναρροφώ, αναρρόφηση, αναρροφήστε, αναρρόφημα, παρακέντηση, την αναρρόφηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиаматка στα ελληνικά - aviamatka
- автоцистерна στα ελληνικά - δεξαμενόπλοιο, δεξαμενόπλοιου, δεξαμενόπλοια, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοφόρου
- быстротечный στα ελληνικά - στόλος, νηοπομπή, φευγαλέος, φευγαλέα, εφήμερη, φευγαλέες, φευγαλέο
- ева στα ελληνικά - παραμονή, Εύα, παραμονή των, Eve, την Εύα
Τυχαίες λέξεις
Придыхательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναρροφώ, αναρρόφηση, αναρροφήστε, αναρρόφημα, παρακέντηση, την αναρρόφηση
Μεταφράσεις: αναρροφώ, αναρρόφηση, αναρροφήστε, αναρρόφημα, παρακέντηση, την αναρρόφηση