Прикидывающийся στα ελληνικά

Μετάφραση: прикидывающийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμώματα, απάτη, εικονική, ψευδο, sham, εικονικής
Прикидывающийся στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • былой στα ελληνικά - παρελθόν, πρώην, περασμένος, πρότερον, πάλαι ποτέ, τον πρώην
  • выбрасываться στα ελληνικά - πέταγμα, ρίχνω, πετώ, ρίχνονται, ρίχνεται, ρίξει, πέταξαν, ...
  • гореть στα ελληνικά - πυρακτώνομαι, καίω, φεγγοβολώ, φλόγες, λάμψη, έγκαυμα, κάψει, ...
  • достигаемый στα ελληνικά - επιτεύξιμο, επιτεύξιμη, εφικτό, εφικτοί, να επιτευχθεί
Τυχαίες λέξεις
Прикидывающийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμώματα, απάτη, εικονική, ψευδο, sham, εικονικής