Прилежный στα ελληνικά
Μετάφραση: прилежный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλόπονος, επιμελής, εργατικός, λεπτολόγος, κοπιαστικός, ενδελεχής, ευσυνείδητος, φιλομαθής, μελετηρός, studious, φιλομαθή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездонный στα ελληνικά - απύθμενος, άπατος, φοβερός, απύθμενο, πυθμένα, χωρίς πυθμένα, πάτο
- ведомый στα ελληνικά - λαϊκός, όχι, κανένας, εξοικειωμένος, γνωστό, δημοφιλής, οδηγείται, ...
- возбуждать στα ελληνικά - ξεκίνημα, κινώ, αναστηλώνω, αναδεύω, ξεκινώ, σηκώνω, κινούμαι, ...
- джон στα ελληνικά - Γιάννης, John, Ιωάννη, Ιωάννης, Τζον
Τυχαίες λέξεις
Прилежный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλόπονος, επιμελής, εργατικός, λεπτολόγος, κοπιαστικός, ενδελεχής, ευσυνείδητος, φιλομαθής, μελετηρός, studious, φιλομαθή
Μεταφράσεις: φιλόπονος, επιμελής, εργατικός, λεπτολόγος, κοπιαστικός, ενδελεχής, ευσυνείδητος, φιλομαθής, μελετηρός, studious, φιλομαθή