Приливающий στα ελληνικά
Μετάφραση: приливающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύπορος, παραπόταμος, εύπορες, εύποροι, εύπορους, εύπορη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- астра στα ελληνικά - αστήρ, Aster, αστέρα, αστράκι, άστερ
- бракераж στα ελληνικά - καρέ, απόρριψη, ανακόπτω, σταματώ, επιθεώρηση, αναχαιτίζω, brakerazh
- гипотермия στα ελληνικά - υποθερμία, υποθερμίας, η υποθερμία, την υποθερμία, της υποθερμίας
- горилла στα ελληνικά - γορίλα, τραμπούκος, γορίλλας, γορίλλα, γορίλας, γορίλλων
Τυχαίες λέξεις
Приливающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύπορος, παραπόταμος, εύπορες, εύποροι, εύπορους, εύπορη
Μεταφράσεις: εύπορος, παραπόταμος, εύπορες, εύποροι, εύπορους, εύπορη