Применять στα ελληνικά
Μετάφραση: применять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισάγω, εφαρμόζω, συστήνω, εξασκώ, χρήση, χρησιμοποιώ, βάζω, ασκώ, αιτούμαι, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барсить στα ελληνικά - λεοπάρδαλη, leopard, λεοπάρδαλης, λεοπάρ
- борный στα ελληνικά - βορικός, βορικό, βορικού, το βορικό, του βορικού
- вместе στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
- динамик στα ελληνικά - ομιλητής, ηχείο, ηχείων, ομιλητή, ηχείου
Τυχαίες λέξεις
Применять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισάγω, εφαρμόζω, συστήνω, εξασκώ, χρήση, χρησιμοποιώ, βάζω, ασκώ, αιτούμαι, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Μεταφράσεις: εισάγω, εφαρμόζω, συστήνω, εξασκώ, χρήση, χρησιμοποιώ, βάζω, ασκώ, αιτούμαι, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν