Примешиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: примешиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακατεύω, προσμιγνύω, πρόσμικτο, πρόσμιγμα, ανάμειξη της, πρόσμικτο θα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вежливо στα ελληνικά - ευγενικά, σωστά, ευγένεια, με ευγένεια, ευγενικό
- воинственный στα ελληνικά - πολεμικός, μαχητικός, φιλοπόλεμος, εριστικός, επιθετικός, πολεμοχαρής, πολεμικές, ...
- вынуждать στα ελληνικά - ελαττώνω, μειώνω, εξαναγκάζω, περιορίζω, βία, εξωθώ, δύναμη, ...
- допустимость στα ελληνικά - παραδεκτού, παραδεκτό, το παραδεκτό, του παραδεκτού, απαραδέκτου
Τυχαίες λέξεις
Примешиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακατεύω, προσμιγνύω, πρόσμικτο, πρόσμιγμα, ανάμειξη της, πρόσμικτο θα
Μεταφράσεις: ανακατεύω, προσμιγνύω, πρόσμικτο, πρόσμιγμα, ανάμειξη της, πρόσμικτο θα