Приналечь στα ελληνικά

Μετάφραση: приналечь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, ακουμπώ, κλίνω, άπαχος, ψαχνό, άπαχο, σε άπαχο, άπαχου, άπαχα
Приналечь στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безысходность στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
  • бикини στα ελληνικά - μπικίνι, του μπικίνι, bikini, μπικίνι που, μπικίνι για
  • впрыскивать στα ελληνικά - εμφυσώ, εισάγω, παραδίνω, δίνω, ένεση, την ένεση, έγχυση, ...
  • жреческий στα ελληνικά - ιερατικός, ιερατικές, ιερά, ιερατικά, ιερατική
Τυχαίες λέξεις
Приналечь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, ακουμπώ, κλίνω, άπαχος, ψαχνό, άπαχο, σε άπαχο, άπαχου, άπαχα