Приостанавливать στα ελληνικά
Μετάφραση: приостанавливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, αναστέλλω, κρεμώ, περιλαμβάνω, στείρα, παύω, σταματώ, περιέχω, κοπάζω, μειώνω, καρέ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, μίσχος, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выхухоль στα ελληνικά - μοσχοπόντικος, μοσχοπόντικου, muskrat, μοσχόμυων, μοσχοπόντικας
- дисфункция στα ελληνικά - δυσλειτουργία, δυσλειτουργίας, δυσλειτουργία του, στυτική, στυτικής
- добрососедский στα ελληνικά - φιλικός, γειτονίας, γειτονικών, γειτονικές, καλής γειτονίας
- дружба στα ελληνικά - εταιρία, θίασος, παρέα, ομήγυρη, σχέση, ενότητα, αρμονία, ...
Τυχαίες λέξεις
Приостанавливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, αναστέλλω, κρεμώ, περιλαμβάνω, στείρα, παύω, σταματώ, περιέχω, κοπάζω, μειώνω, καρέ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, μίσχος, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή
Μεταφράσεις: στέλεχος, αναστέλλω, κρεμώ, περιλαμβάνω, στείρα, παύω, σταματώ, περιέχω, κοπάζω, μειώνω, καρέ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, μίσχος, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή