Приплющивать στα ελληνικά
Μετάφραση: приплющивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοπεδώνω, ισιώνω, priplyuschivat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дебетовать στα ελληνικά - χρέωση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών
- деклассированный στα ελληνικά - λούμπεν
- договорный στα ελληνικά - συμβατικός, συμβατικές, συμβατικών, συμβατική, συμβατικής, συμβατικό
- дробильный στα ελληνικά - συντριπτικός, σύνθλιψη, Η σύνθλιψη, Θραύση, Θραυστήρες, σύνθλιψης
Τυχαίες λέξεις
Приплющивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοπεδώνω, ισιώνω, priplyuschivat
Μεταφράσεις: ισοπεδώνω, ισιώνω, priplyuschivat