Природный στα ελληνικά

Μετάφραση: природный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωμός, ιθαγενής, ντόπιος, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
Природный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адаптер στα ελληνικά - προσαρμογέας, προσαρμογέα, μετασχηματιστή, του προσαρμογέα, προσαρμοστή
  • аккуратно στα ελληνικά - έξυπνα, κομψά, έγκαιρα, ακριβέστατα, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, ...
  • акцептовать στα ελληνικά - προστατεύω, αποδέχομαι, όραση, δέχομαι, κατοχυρώνω, παραδέχομαι, δεχθεί, ...
  • важнейший στα ελληνικά - σημαντικός, ταγματάρχης, ηγετικός, πρώτος, καρδινάλιος, πρωταρχικός, κύριος, ...
Τυχαίες λέξεις
Природный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωμός, ιθαγενής, ντόπιος, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού