Прислонить στα ελληνικά

Μετάφραση: прислонить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακουμπώ, γέρνω, άπαχος, κλίνω, βάζω, τοποθετώ, ξεκουραστούν, ανάπαυση, ξεκουραστεί, ανάπαυσης, υπόλοιπο
Прислонить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воздухопроницаемый στα ελληνικά - αναπνεύσιμος, αναπνέει, αναπνεύσιμο, που αναπνέει, αναπνέον
  • высвобождать στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελευθερώσει, απελευθερώσουν, απελευθερώνουν, απελευθερώσει, ...
  • дискуссионный στα ελληνικά - αμφισβητήσιμος, αμφιλεγόμενος, επίμαχος, συζητήσιμος, ερειστικός, συζητήσιμο, αμφισβητήσιμη, ...
  • живопись στα ελληνικά - εικόνα, ζωγραφιά, ζωγραφική, ζωγραφικής, τη ζωγραφική, βαφής, βαφή
Τυχαίες λέξεις
Прислонить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακουμπώ, γέρνω, άπαχος, κλίνω, βάζω, τοποθετώ, ξεκουραστούν, ανάπαυση, ξεκουραστεί, ανάπαυσης, υπόλοιπο