Приспособлять στα ελληνικά

Μετάφραση: приспособлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγάζω, εξυπηρετώ, διασκευάζω, προσαρμόζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
Приспособлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взвешивать στα ελληνικά - αναμετρώ, ζυγίζω, συζήτηση, λέπι, συλλογίζομαι, κλιμάκωση, κλίμακας, ...
  • возничий στα ελληνικά - ηνίοχος, ηνίοχο, ηνιόχου, ηνίοχου, τον ηνίοχο
  • галка στα ελληνικά - αυγή, καρακάξα, κολοιός, jackdaw, κάργια, καλιακούδα
  • дефилировать στα ελληνικά - μαγαρίζω, βεβηλώνω, λερώνω, κηλιδώνω, μολύνω, ρυπαίνω, defile, ...
Τυχαίες λέξεις
Приспособлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγάζω, εξυπηρετώ, διασκευάζω, προσαρμόζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν