Притворщик στα ελληνικά
Μετάφραση: притворщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμώματα, διεκδικητής, διεκδικητή, pretender, προσποιούνταν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амбулатория στα ελληνικά - κλινική, κλινικής, ιατρείο, την κλινική, κλινικές
- восток στα ελληνικά - ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικό, ανατολικής
- гарольд στα ελληνικά - Χάρολντ, Ο Χάρολντ, Harold, Ο Harold, του Harold
- голубоватый στα ελληνικά - υποκύανος, μπλε, γαλαζωπό, γαλαζωπή, κυανωπό
Τυχαίες λέξεις
Притворщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμώματα, διεκδικητής, διεκδικητή, pretender, προσποιούνταν
Μεταφράσεις: καμώματα, διεκδικητής, διεκδικητή, pretender, προσποιούνταν