Притереть στα ελληνικά
Μετάφραση: притереть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαταγίζω, γόνατα, γύρος, παφλάζω, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Μεταφράσεις
- антисемитизм στα ελληνικά - αντισημιτισμό, αντισημιτισμού, του αντισημιτισμού, αντισημιτισμός, τον αντισημιτισμό
- бич στα ελληνικά - πληγή, μαστιγώνω, λοιδορώ, νικώ, δάρτης, μαστίζω, καρκίνος, ...
- восклицательный στα ελληνικά - επιφωνηματικός, επιφωνηματικές
- диалектический στα ελληνικά - διαλεκτικός, διαλεκτική, διαλεκτικής, διαλεκτικό, διαλεκτικού
Τυχαίες λέξεις
Притереть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαταγίζω, γόνατα, γύρος, παφλάζω, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Μεταφράσεις: πλαταγίζω, γόνατα, γύρος, παφλάζω, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind