Пришивать στα ελληνικά
Μετάφραση: пришивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспамятство στα ελληνικά - αναισθησία, απώλεια των αισθήσεων, απώλεια αισθήσεων, απώλεια συνείδησης, την απώλεια των αισθήσεων
- биофизика στα ελληνικά - βιοφυσική, Βιοφυσικής, της βιοφυσικής, έννοιες βιοφυσικής, Biophysics
- вексель στα ελληνικά - εφημερίδα, ισχυρός, ράμφος, αλύγιστος, λογαριασμός, χαρτί, νομοσχέδιο, ...
- громкость στα ελληνικά - ποσότητα, φωνή, όγκος, ένταση, όγκο, όγκου
Τυχαίες λέξεις
Пришивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει
Μεταφράσεις: ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει