Проводка στα ελληνικά
Μετάφραση: проводка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήριο, εγκατάσταση, κατασκευή, ανέγερση, καλωδίωση, καλωδίωσης, καλωδίων, καλωδιώσεις, καλωδιώσεων
Μεταφράσεις
- автоматизирует στα ελληνικά - αυτοματοποιεί, αυτόματων, αυτόματων συσκευών, αυτοματισμοί, Αυτοματοποίηση
- величие στα ελληνικά - ύψωση, αριστοκρατία, ανύψωση, ανάδειξη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, το μεγαλείο, ...
- дареный στα ελληνικά - παρών, δώρο, παρουσιάζω, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
- дюжий στα ελληνικά - ανθεκτικός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος, βαρύς, βαριά, βαρύ, ...
Τυχαίες λέξεις
Проводка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήριο, εγκατάσταση, κατασκευή, ανέγερση, καλωδίωση, καλωδίωσης, καλωδίων, καλωδιώσεις, καλωδιώσεων
Μεταφράσεις: κτήριο, εγκατάσταση, κατασκευή, ανέγερση, καλωδίωση, καλωδίωσης, καλωδίων, καλωδιώσεις, καλωδιώσεων