Продлевать στα ελληνικά
Μετάφραση: продлевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρατείνω, επεκτείνω, συνεχίζομαι, εκτείνω, εκτείνομαι, συνεχίζω, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возрождающийся στα ελληνικά - αναδυόμενος, αναζωπύρωση, ανακάμπτουσα, αναζωπύρωση της, αναζωπύρωση του
- вычеркивание στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώνω, διαγραφή, διαγραφής, απαλοιφή, εξάλειψη, τη διαγραφή
- госстрах στα ελληνικά - κρατίδιο, κράτος, κρατική, κατάσταση, κρατικών, κρατικές
- завлекательный στα ελληνικά - σαγηνευτικός, δελεαστικός, δελεαστικό, προσελκύοντας, δελεαστικές, δελεαστική
Τυχαίες λέξεις
Продлевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρατείνω, επεκτείνω, συνεχίζομαι, εκτείνω, εκτείνομαι, συνεχίζω, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Μεταφράσεις: παρατείνω, επεκτείνω, συνεχίζομαι, εκτείνω, εκτείνομαι, συνεχίζω, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί