Продлить στα ελληνικά

Μετάφραση: продлить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνομαι, συνεχίζομαι, επεκτείνω, συνεχίζω, εκτείνω, παρατείνω, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Продлить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виноград στα ελληνικά - κλήμα, σταφύλι, σταφύλια, σταφυλιών, σταφύλια που, τα σταφύλια
  • деревяшка στα ελληνικά - φίμωτρο, κομμάτι, κίνηση, τεμάχιο, τεμαχίου, κομματιού
  • дифракция στα ελληνικά - περίθλαση, διάθλαση, περίθλασης, διάθλασης, περιθλάσεως
  • дышать στα ελληνικά - αναπνέω, απορρέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Τυχαίες λέξεις
Продлить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνομαι, συνεχίζομαι, επεκτείνω, συνεχίζω, εκτείνω, παρατείνω, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί