Продуктивный στα ελληνικά

Μετάφραση: продуктивный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγικός, καρποφόρος, αποτελεσματικός, αποδοτικός, γόνιμος, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
Продуктивный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блокнот στα ελληνικά - σημειωματάριο, καρνέ, στηρίγματα, φραγμός, χάπι, notebook, φορητό, ...
  • вживлять στα ελληνικά - εμφυτεύω, εμφύτευμα, εμφυτεύματος, μοσχεύματος, εμφύτευσης, εμφύτευση
  • вьюнок στα ελληνικά - περικοκλάδας, περικοκλάδα, Περιαλλόκαυλο, bindweed, Περιαλλόκαυλο το αρουραίο
  • гуманность στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
Τυχαίες λέξεις
Продуктивный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγικός, καρποφόρος, αποτελεσματικός, αποδοτικός, γόνιμος, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό