Прожорливый στα ελληνικά
Μετάφραση: прожорливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαίμαργος, άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος, πεινασμένος, λιμασμένος, αδηφάγο, λαιμαργίας, λαίμαργο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анаэроб στα ελληνικά - αναερόβιος οργανισμός, αναερόβιο, αναερόβιος, αναερόβια, αναερόβιων
- взвиваться στα ελληνικά - διανύω, αυξάνομαι, βρίσκομαι, μύγα, πετώ, ανατέλλω, αύξηση, ...
- гримировать στα ελληνικά - φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, ...
- жирность στα ελληνικά - λίπους, παχύνει, fatness, πάχυνσης, κατάσταση παχύνσεως
Τυχαίες λέξεις
Прожорливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαίμαργος, άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος, πεινασμένος, λιμασμένος, αδηφάγο, λαιμαργίας, λαίμαργο
Μεταφράσεις: λαίμαργος, άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος, πεινασμένος, λιμασμένος, αδηφάγο, λαιμαργίας, λαίμαργο