Производящий στα ελληνικά

Μετάφραση: производящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεστός, πρόσχαρος, παραγωγικός, φιλικός, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει
Производящий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • всякий στα ελληνικά - όλος, όλα, όλες, κάθε, σε κάθε, ανά
  • выскоблить στα ελληνικά - ξύνω, ξύστε, ξύσιμο, ξύνουν, scrape
  • грубоватость στα ελληνικά - τραχύτητα, τραχύτητας, την τραχύτητα, τραχύτητα της, η τραχύτητα
  • дровокол στα ελληνικά - μπαλτάς, Cleaver, μπαλτά, ο Cleaver, του Cleaver
Τυχαίες λέξεις
Производящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεστός, πρόσχαρος, παραγωγικός, φιλικός, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει