Проклятие στα ελληνικά
Μετάφραση: проклятие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάθεμα, αποκλεισμός, απαγορεύω, αποκλείω, κόλαση, απαγόρευση, κολασμός, καταριέμαι, καταδίκη, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспроигрышный στα ελληνικά - ασφαλής, σίγουρος, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
- вегетативный στα ελληνικά - αγενούς, φυτική, βλαστικό, βλαστική, βλαστικής
- доркинг στα ελληνικά - Ντόρκινγκ, Dorking, του Dorking
- живица στα ελληνικά - ζουμί, εξαντλώ, χυμός, SAP, σφρίγος, το SAP, του SAP, ...
Τυχαίες λέξεις
Проклятие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάθεμα, αποκλεισμός, απαγορεύω, αποκλείω, κόλαση, απαγόρευση, κολασμός, καταριέμαι, καταδίκη, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
Μεταφράσεις: ανάθεμα, αποκλεισμός, απαγορεύω, αποκλείω, κόλαση, απαγόρευση, κολασμός, καταριέμαι, καταδίκη, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα