Проковырять στα ελληνικά

Μετάφραση: проковырять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάβω, νύξη, κέντρισμα, σαρκασμός, ξεθάβω, σκάψουν, ξεθάψουν, σκάψουμε, σκάψει επάνω
Проковырять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блестеть στα ελληνικά - λάμπω, λαμποκοπώ, γυαλίζω, αναλαμπή, μαρμαρυγή, αστράφτω, φεγγίζω, ...
  • дилижанс στα ελληνικά - άμαξα, πούλμαν, επιμέλεια, προπονώ, φιλοτεχνία, προπονητής, ταχυδρομική άμαξα, ...
  • догорать στα ελληνικά - έξω, ξεθωριάζω, σβήνω, καεί, καίγονται, φθαρεί, κάψει
  • дуэт στα ελληνικά - ζευγάρι, ντουέτο, δίδυμο, duo, ντουέτου, το δίδυμο
Τυχαίες λέξεις
Проковырять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάβω, νύξη, κέντρισμα, σαρκασμός, ξεθάβω, σκάψουν, ξεθάψουν, σκάψουμε, σκάψει επάνω