Проконтролировать στα ελληνικά
Μετάφραση: проконтролировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλεγχος, εξουσιάζω, επιβλέπω, εποπτεύω, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Μεταφράσεις
- аэронавигация στα ελληνικά - ναυτιλία, πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, την πλοήγηση
- боцман στα ελληνικά - λοστρόμος, boatswain, λοστρόμο, ναύκληρος, ναυκληρός
- взгромоздить στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, φορτίζω, γεμίζω, ζαλίκι, στοιβάδα, καραμπόλα, συσσωρεύονται, ...
- выращивать στα ελληνικά - υψώνω, αναπαράγω, γεννοβολώ, ράτσα, τιθασεύω, ανατρέφω, αυξάνομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Проконтролировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλεγχος, εξουσιάζω, επιβλέπω, εποπτεύω, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Μεταφράσεις: έλεγχος, εξουσιάζω, επιβλέπω, εποπτεύω, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη