Пронизывающий στα ελληνικά
Μετάφραση: пронизывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυτερός, οξυδερκής, κοφτερός, αιφνίδιος, σωλήνωση, διαπεραστικός, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вече στα ελληνικά - κακία, ανηθικότητα, θάλαμος, τμήμα, θάλαμο, Επιμελητήριο, τμήματος
- воюющий στα ελληνικά - επιθετικός, εριστικός, φιλοπόλεμος, εμπόλεμος, εμπόλεμη, εμπόλεμα, εμπόλεμης, ...
- гинеколог στα ελληνικά - γυναικολόγος, γυναικολόγο, γυναικολόγου, το γυναικολόγο, ο γυναικολόγος
- единодушно στα ελληνικά - από, ομόφωνα, παμψηφεί, ομοφωνία, ομοφώνως, με ομοφωνία
Τυχαίες λέξεις
Пронизывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυτερός, οξυδερκής, κοφτερός, αιφνίδιος, σωλήνωση, διαπεραστικός, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
Μεταφράσεις: μυτερός, οξυδερκής, κοφτερός, αιφνίδιος, σωλήνωση, διαπεραστικός, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση