Пропитание στα ελληνικά

Μετάφραση: пропитание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφή, γεύμα, απασχόληση, φαγητό, συντήρηση, διαμονής, διαβίωσης, παραμονής, επιβίωσης
Пропитание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ванкувер στα ελληνικά - Βανκούβερ, vancouver, το Βανκούβερ, του Βανκούβερ, Βανκούβερ του
  • ветвиться στα ελληνικά - arborize
  • воспретить στα ελληνικά - αποκρύπτω, αποκλεισμός, μπαρ, καταστέλλω, εμποδίζω, κάγκελο, αρνησικυρία, ...
  • горох στα ελληνικά - μπιζέλι, μπιζέλια, αρακάς, τα μπιζέλια, πίσα, αρακά
Τυχαίες λέξεις
Пропитание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφή, γεύμα, απασχόληση, φαγητό, συντήρηση, διαμονής, διαβίωσης, παραμονής, επιβίωσης