Απασχόληση στα ρωσικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
игра, времяпрепровождение, развлечение, пропитание, забава, занятость, занятости, трудоустройство, трудоустройства, работа
Απασχόληση στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας ρωσικά, απασχόληση στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα ρωσικά - беспокойный, озабоченный, суетливый, страдный, занятый, деловой, занятой, ...
  • απασχολώ στα ρωσικά - завладевать, углубиться, поглощать, занятой, занятый, занят, заняты, ...
  • απατεώνας στα ρωσικά - изгиб, посох, преступник, искривлять, искривить, поворот, кривить, ...
  • απατηλός στα ρωσικά - лживый, жульнический, обманчивый, обманный, предательский, мошеннический, правдоподобный, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: игра, времяпрепровождение, развлечение, пропитание, забава, занятость, занятости, трудоустройство, трудоустройства, работа