Просаливать στα ελληνικά
Μετάφραση: просаливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γράσο, λιπαντικό, καλαμπόκι, prosalivat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аритмия στα ελληνικά - αρρυθμία, αρρυθμίας, της αρρυθμίας, αρρυθμιών, την αρρυθμία
- бечёвка στα ελληνικά - χορδή, τυλίσσομαι, συστρέφω, συστρέφομαι, σπάγγος, τυλίσσω
- вундеркинд στα ελληνικά - βρέφος, wunderkind, παιδί θαύμα, παιδιού θαύματος
- драматургический στα ελληνικά - δραματουργική, δραματουργικό, δραματουργίας, δραματουργίας μιας, δραματουργικές
Τυχαίες λέξεις
Просаливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γράσο, λιπαντικό, καλαμπόκι, prosalivat
Μεταφράσεις: γράσο, λιπαντικό, καλαμπόκι, prosalivat