Протянуться στα ελληνικά
Μετάφραση: протянуться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεκτείνω, επέκταση, επιμένω, διαρκώ, εκτείνομαι, εκτείνω, φουντώνω, τελευταίος, διαδίδω, βραδυπορώ, απλώνω, καθυστερώ, φτουρώ, προσεγγίσουν, φτάσει, προσεγγίσει, απευθύνονται, προσεγγίσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ассортимент στα ελληνικά - ποικιλία, μίγμα, διακυμαίνομαι, φάσμα, εμβέλεια, σειρά, εύρος, ...
- блаженный στα ελληνικά - ευτυχής, ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα
- вероотступник στα ελληνικά - μετάφραση, αποστάτης, αποστάτη, αποστάτιδα, αποστατική, apostate
- градуировать στα ελληνικά - αποφοιτώ, διαμετρώ, απόφοιτος, πτυχιούχος, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακούς
Τυχαίες λέξεις
Протянуться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεκτείνω, επέκταση, επιμένω, διαρκώ, εκτείνομαι, εκτείνω, φουντώνω, τελευταίος, διαδίδω, βραδυπορώ, απλώνω, καθυστερώ, φτουρώ, προσεγγίσουν, φτάσει, προσεγγίσει, απευθύνονται, προσεγγίσουμε
Μεταφράσεις: επεκτείνω, επέκταση, επιμένω, διαρκώ, εκτείνομαι, εκτείνω, φουντώνω, τελευταίος, διαδίδω, βραδυπορώ, απλώνω, καθυστερώ, φτουρώ, προσεγγίσουν, φτάσει, προσεγγίσει, απευθύνονται, προσεγγίσουμε