Прошивать στα ελληνικά

Μετάφραση: прошивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραφή, ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει
Прошивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспорядочный στα ελληνικά - ατημέλητος, χαώδης, ακατάστατος, ασυνάρτητος, άτακτος, ανακατεμένος, σύμμικτος, ...
  • выдавливать στα ελληνικά - πιέζω, δύναμη, πρεσάρω, εξαναγκάζω, βία, σφίξιμο, συμπίεση, ...
  • гиканье στα ελληνικά - σκούζω, σκούξιμο, hoots, ακούγεται να κλαίει, ακούγεται να κλαίει η, που ακούγεται να κλαίει
  • давление στα ελληνικά - άγχος, στύβω, τονίζω, ένταση, εφαρμογή, επιβολή, ζουλώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Прошивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραφή, ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει