Прялка στα ελληνικά
Μετάφραση: прялка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροχός, ρόδα, ρόκα, ρόκας, τη ρόκα, ηλακάτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арматурщик στα ελληνικά - τελειωτής, τελικού επεξεργαστή, τελικό επεξεργαστή, τελικός επεξεργαστής, finisher
- взбалмошность στα ελληνικά - ζάλη, σκοτοδίνη, παραζάλη, ίλιγγος, ίλιγγο
- демонический στα ελληνικά - δαιμονικός, δαιμονική, δαιμονικές, δαιμονικό, δαιμονικά
- дискредитирующий στα ελληνικά - δυσφημιστικό, δυσφημιστική, δυσφημιστικές, δυσφημιστικού, συκοφαντικό
Τυχαίες λέξεις
Прялка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροχός, ρόδα, ρόκα, ρόκας, τη ρόκα, ηλακάτη
Μεταφράσεις: τροχός, ρόδα, ρόκα, ρόκας, τη ρόκα, ηλακάτη