Пук στα ελληνικά

Μετάφραση: пук, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωριάζω, μάτσο, δέσμη, τούφα, τσαμπί, τσουλούφι, τσουβαλιάζω, δεσμίδα, σωρό, μπουκέτο
Пук στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • античность στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
  • бюджет στα ελληνικά - προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
  • водолюб στα ελληνικά - pennywort
  • громкий στα ελληνικά - βροντερός, θορυβώδης, ηχηρός, δυνατά, δυνατό, δυνατή, δυνατός, ...
Τυχαίες λέξεις
Пук στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωριάζω, μάτσο, δέσμη, τούφα, τσαμπί, τσουλούφι, τσουβαλιάζω, δεσμίδα, σωρό, μπουκέτο