Пульсировать στα ελληνικά
Μετάφραση: пульсировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλμός, δονούμαι, χτυπώ, γογγύζω, φουσκώνω, αντλία, τρόμπα, δέρνω, νικώ, πάλομαι, πάλλω, throb, σφύζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аптечка στα ελληνικά - εξοπλισμός, ιατρική, ιατρικής, φάρμακο, το φάρμακο, φαρμάκου
- батисфера στα ελληνικά - βαθυσφαίρα, τη βαθυσφαίρα
- безжалостно στα ελληνικά - απάνθρωπα, ανελέητα, άκαρδα
- дымок στα ελληνικά - τολύπη, τούφα, τσουλούφι, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
Τυχαίες λέξεις
Пульсировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλμός, δονούμαι, χτυπώ, γογγύζω, φουσκώνω, αντλία, τρόμπα, δέρνω, νικώ, πάλομαι, πάλλω, throb, σφύζουν
Μεταφράσεις: παλμός, δονούμαι, χτυπώ, γογγύζω, φουσκώνω, αντλία, τρόμπα, δέρνω, νικώ, πάλομαι, πάλλω, throb, σφύζουν