Путёвка στα ελληνικά
Μετάφραση: путёвка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενά, τόπος, κυκλοφορώ, επιτρέπω, πέρασμα, μέρος, τοποθετώ, άδεια, περνώ, ταξιδάκι, πεδικλώνω, άδειας, αδείας, επιτρέπουν, τίτλου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анакард στα ελληνικά - κάσιους, ανακαρδιοειδών, Ανακάρδια, των δυτικών ανακαρδίων, δυτικών ανακαρδίων
- взяткодатель στα ελληνικά - δωροδοκών, δωροδοκούντα
- вкрадчивость στα ελληνικά - υπαινιγμός, νύξη, Suavity
- еврейка στα ελληνικά - Ιουδαΐα, Εβραία, Εβραία της, Εβραία κατ, Εβραίας
Τυχαίες λέξεις
Путёвка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενά, τόπος, κυκλοφορώ, επιτρέπω, πέρασμα, μέρος, τοποθετώ, άδεια, περνώ, ταξιδάκι, πεδικλώνω, άδειας, αδείας, επιτρέπουν, τίτλου
Μεταφράσεις: στενά, τόπος, κυκλοφορώ, επιτρέπω, πέρασμα, μέρος, τοποθετώ, άδεια, περνώ, ταξιδάκι, πεδικλώνω, άδειας, αδείας, επιτρέπουν, τίτλου